νταλοδέρνω

νταλοδέρνω
αμετ. качаться, шататься

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "νταλοδέρνω" в других словарях:

  • νταλοδέρνω — 1. χάνω τη σταθερότητα μου στο βάδισμα, τρικλίζω 2. παραδέρνω, βολοδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. από συμφυρμό τών νταλώνω + δέρνω] …   Dictionary of Greek

  • νταλόδαρμα — το [νταλοδέρνω] απώλεια τής σταθερότητας στο βάδισμα, τρίκλισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»